δικαστηριακός

δικαστηριακός
δῐκαστ-ηριακός, ή, όν,
A connected with law-courts, Phld.Rh.1.212S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δικαστηριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικαστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δικαστηριακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δικαστήριο: Δικαστηριακή αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”